- πυρνοτόκος
- πυρνοτόκος, ον,A food-producing,
ἄρουρα Hymn.Is.45
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄρουρα Hymn.Is.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρνοτόκος — ον, Α (για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφή («πυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρπο τόκος] … Dictionary of Greek
πυρνοτόκω — πυρνοτόκος food producing masc/fem/neut nom/voc/acc dual πυρνοτόκος food producing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)